- δραγατεύω
- δραγατεύω,A to be a watcher of a field or vineyard (cf. Mod. Gr. δραγάτης)
, Ἀρχ.Ἐφ. 1913.27
(Thess.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, Ἀρχ.Ἐφ. 1913.27
(Thess.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δραγατεύω — (Μ δραγατεύω) είμαι δραγάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παράγωγο τού δραγάτης που δεν μαρτυρείται στην αρχ. Ελληνική παρά μόνο ως β συνθετικό στον τ. αρχιδραγάτης, ο δε τ. δεργάτης είναι τής τσακωνικής διαλέκτου. Ασαφής παραμένει η σχέση τών τύπων… … Dictionary of Greek
αδραγάτευτος — η, ο [δραγατεύω] 1. για κτήματα που δεν φυλάσσονται από δραγάτη, από αγροφύλακα 2. μτφ. αυτός που δεν επιβλέπεται, δεν ελέγχεται … Dictionary of Greek
δραγάτης — ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης) αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω] … Dictionary of Greek